- παραληρηματικός
- -ή, -ό [παραλήρημα]1. παραληρητικός2. φρ. «παραληρηματική ιδέα»ιατρ. εσφαλμένη ιδέα σε έκδηλη αντίθεση με την πραγματικότητα η οποία, εν τούτοις, αποτελεί πεποίθηση για εκείνον που τήν εκφράζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.